θρῆσκος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[θρῆσκος]], -ον, θηλ. και -α)<br />ο [[οπαδός]] θρησκείας ο [[οποίος]] πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεισιδαίμονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρησκεύω]], υποχωρητ.].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[θρῆσκος]], -ον, θηλ. και -α)<br />ο [[οπαδός]] θρησκείας ο [[οποίος]] πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεισιδαίμονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρησκεύω]], υποχωρητ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρῆσκος:''' -ον, [[ευλαβικός]], [[λατρευτικός]], σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆσκος Medium diacritics: θρῆσκος Low diacritics: θρήσκος Capitals: ΘΡΗΣΚΟΣ
Transliteration A: thrē̂skos Transliteration B: thrēskos Transliteration C: thriskos Beta Code: qrh=skos

English (LSJ)

ον,

   A religious, Ep.Jac.1.26; in bad sense, superstitious, Hsch. (Hsch. has also θρεσκός.)

German (Pape)

[Seite 1218] ον, gottesfürchtig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆσκος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐλαβὴς εἰς τὴν θρησκείαν, Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26· ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, δεισιδαίμων, Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ θρέομαι, ψιθυρίζων προσευχάς, πρβλ. τὸ Γερμ. Lollard ἐκ τοῦ lallen, πρβλ. Πέρσ. 5. 184) - Κατὰ τοὺς Θεογνώστου Κανόνας (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2. σ. 14, 31), γραπτέον θρῇσκος, «παρὰ τὸ Θράϊξ Θραῖξ Θράϊσκος, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η Θρήϊσκος, καὶ κατὰ συναίρεσιν Θρῇσκος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe les pratiques d’un culte religieux.
Étymologie: θρησκεύω.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ θρῆσκος, -ον, θηλ. και -α)
ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή
αρχ.
ο δεισιδαίμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.].

Greek Monotonic

θρῆσκος: -ον, ευλαβικός, λατρευτικός, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).