δυσκάθαρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκάθαρτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα καθαρίζεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξιλεώνεται.
|mltxt=[[δυσκάθαρτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα καθαρίζεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα εξιλεώνεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσκάθαρτος:''' -ον ([[καθαίρω]]), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκάθαρτος Medium diacritics: δυσκάθαρτος Low diacritics: δυσκάθαρτος Capitals: ΔΥΣΚΑΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: dyskáthartos Transliteration B: dyskathartos Transliteration C: dyskathartos Beta Code: duska/qartos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A hard to purify, Ph.1.239, al.; hard to purge, πνεύματα Plu.2.991b, cf. Dsc.5.69.    II hard to satisfy by purification or atonement, δ. Ἅιδου λιμήν, of the house of the Labdacidae in which murders never ceased, S.Ant. 1284 (lyr.); δαίμων Ar.Pax1250.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu reinigen; πνεῦμα Plut. Gryll. 8; – schwer auszusöhnen, nicht durch Sühnopfer zu besänftigen, Ἅιδου λιμήν Soph. Ant. 1270; δαίμων Ar. Pax 1250.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκάθαρτος: -ον, δυσκόλως καθαιρόμενος, Πλούτ. 2. 991Β. ΙΙ. δυσκόλως διὰ καθαρμῶν ἐξιλεούμενος, Λατ. inexpiabilis, δ. Ἅιδου λιμήν, ἐπὶ τοῦ οἴκου τῶν Λαβδακιδῶν, ἐν ᾧ οὐδέποτε ἔληξαν οἱ φόνοι, Σοφ. Ἀντ. 1284· δαίμων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à purifier;
2 difficile à fléchir par des expiations, càd qui exige victime sur victime.
Étymologie: δυσ-, καθαίρω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-κᾰ-]
1 de divinidades difícil de aplacar o eludir mediante purificación, implacable, ineludible, funesto ᾍδου λιμήν S.Ant.1284, ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον ¡oh destino implacable! Ar.Pax 1250.
2 difícil de purificar, impuro ἄγη δ. Ph.2.555, γνώμη Chrysipp.Stoic.3.168, ψυχή Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.40, de pers. δ. καὶ μιαρός Ph.2.298 (p.148), cf. 1.274, 345, 428.
3 medic. difícil de purgar πνεύματα Plu.2.991b, τὰ ἐν τοῖς ἕλκεσι δυσκάθαρτα Aët.15.13, de pers. αἱ ἐκ τοκετοῦ δυσκάθαρτοι Dsc.5.69, cf. Gal.15.539.

Greek Monolingual

δυσκάθαρτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καθαρίζεται
2. αυτός που δύσκολα εξιλεώνεται.

Greek Monotonic

δυσκάθαρτος: -ον (καθαίρω), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.