μετοικοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετοικοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[επιστάτης]] ή [[προστάτης]] τών μετοίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτοικος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | |mltxt=[[μετοικοφύλαξ]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[επιστάτης]] ή [[προστάτης]] τών μετοίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτοικος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετοικοφύλαξ:''' ὁ, ἡ, [[φύλακας]] των μετοίκων, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.
German (Pape)
[Seite 161] ακος, ὁ, Aufseher u. Beschützer der μέτοικοι, Xen. Vect. 2, 7; Suid. Vgl. προστάτης.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, ἐπόπτης καὶ προστάτης τῶν μετοίκων, Ξεν. Πόροι 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
à Athènes magistrat chargé du service concernant les métèques.
Étymologie: μέτοικος, φύλαξ.
Greek Monolingual
μετοικοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ.
Greek Monotonic
μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλακας των μετοίκων, σε Ξεν.