λινόκλωστος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινόκλωστος]], -ον (Α)<br />αυτός που κλώθει [[λινάρι]] («[[λινόκλωστος]] [[ἠλακάτη]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλώθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>κλωστος</i>, <i>τρί</i>-<i>κλωστος</i>].
|mltxt=[[λινόκλωστος]], -ον (Α)<br />αυτός που κλώθει [[λινάρι]] («[[λινόκλωστος]] [[ἠλακάτη]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλώθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>κλωστος</i>, <i>τρί</i>-<i>κλωστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόκλωστος:''' -ον, αυτός που κλώθει [[λινάρι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόκλωστος Medium diacritics: λινόκλωστος Low diacritics: λινόκλωστος Capitals: ΛΙΝΟΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: linóklōstos Transliteration B: linoklōstos Transliteration C: linoklostos Beta Code: lino/klwstos

English (LSJ)

ον,

   A spinning flax, ἠλακάτη AP7.12.

German (Pape)

[Seite 49] ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόκλωστος: -ον, ὁ κλώθων λινάριον, ἠλακάτη Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, φᾶρος Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. λινουλκός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à filer le lin.
Étymologie: λίνον, κλώθω.

Greek Monolingual

λινόκλωστος, -ον (Α)
αυτός που κλώθει λινάριλινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ-κλωστος, τρί-κλωστος].

Greek Monotonic

λῐνόκλωστος: -ον, αυτός που κλώθει λινάρι, σε Ανθ.