ὀφεώδης: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφεώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οφιώδης]]. | |mltxt=[[ὀφεώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οφιώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀφεώδης:''' -ες ([[ὄφις]], [[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[φίδι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A snake-like, Pl.R.590b. Adv. -δῶς Eust.ad D.P.16.
German (Pape)
[Seite 425] ες, = ὀφιώδης, schlangenartig, Plat. Rep. IX, 590 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὄφιν, Πλάτ. Πολ. 590Β. πρβλ. ὀφιώδης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un serpent.
Étymologie: ὄφις, -ωδης.
Greek Monolingual
ὀφεώδης, -ῶδες (Α)
βλ. οφιώδης.
Greek Monotonic
ὀφεώδης: -ες (ὄφις, εἶδος), αυτός που μοιάζει με φίδι, σε Πλάτ.