διομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διομαλίζω]] (AM) [[ομαλίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τελείως]] ομαλό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[πάντα]] ο [[ίδιος]], [[μένω]] [[αμετάβλητος]].
|mltxt=[[διομαλίζω]] (AM) [[ομαλίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[τελείως]] ομαλό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[πάντα]] ο [[ίδιος]], [[μένω]] [[αμετάβλητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διομᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μένω]] [[πάντοτε]] ο [[ίδιος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομᾰλίζω Medium diacritics: διομαλίζω Low diacritics: διομαλίζω Capitals: ΔΙΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: diomalízō Transliteration B: diomalizō Transliteration C: diomalizo Beta Code: diomali/zw

English (LSJ)

pf.

   A διωμάλικα Phld.Po.Herc.1425.34:—maintain a standard, ἀρετὴ διομαλίζουσα Id.Rh.1.264S., cf. Longin.33.4, Plu. Cat.Ma.4, S.E.M.11.207; to be consistent, of observations, ib.5.103.

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλίζω: διαμένω ὁ αὐτὸς πάντοτε, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -ἐντεῦθεν διομᾰλισμός, ὁ, ὁμαλότης, σταθερότης, ὁ αὐτ. Π. 3. 244.

French (Bailly abrégé)

rester le même, être d’une humeur égale.
Étymologie: διά, ὁμαλίζω.

Spanish (DGE)

1 tr. realizar con constancia o uniformidad τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητής Phld.Po.5.37.23, cf. S.E.M.5.103.
2 intr. ser constante ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναι que la virtud superior y constante es ignorada Phld.Rh.1.264, cf. Sch.Pi.N.3.72a, c. giro prep. τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ... Longin.33.4, ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι ref. al trabajo del artista, S.E.M.11.207, ἐν τοῖς κατορθώμασι S.E.M.11.207
persistir μέχρι τῆς τελευτῆς Plu.Cat.Ma.4.

Greek Monolingual

διομαλίζω (AM) ομαλίζω
καθιστώ κάτι τελείως ομαλό
αρχ.
είμαι πάντα ο ίδιος, μένω αμετάβλητος.

Greek Monotonic

διομᾰλίζω: μέλ. -σω, μένω πάντοτε ο ίδιος, σε Πλούτ.