σκυτεύω: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σκῡτος]]<br />[[κατασκευάζω]] υποδήματα, επαγγέλλομαι τον σκυτοτόμο.
|mltxt=Α [[σκῡτος]]<br />[[κατασκευάζω]] υποδήματα, επαγγέλλομαι τον σκυτοτόμο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῡτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι [[υποδηματοποιός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτεύω Medium diacritics: σκυτεύω Low diacritics: σκυτεύω Capitals: ΣΚΥΤΕΥΩ
Transliteration A: skyteúō Transliteration B: skyteuō Transliteration C: skyteyo Beta Code: skuteu/w

English (LSJ)

   A make shoes, X. Mem.4.2.22, Artem.1.51; also σκῡτ-έω, PGen.75.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 908] Schuster sein, das Schusterhandwerk treiben, Xen. Mem. 1, 2, 22, wie ein Schuster flicken.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεύω: εἶμαι ὑποδηματοποιός, σκυτοτόμος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22.

French (Bailly abrégé)

être cordonnier.
Étymologie: σκυτεύς.

Greek Monolingual

Α σκῡτος
κατασκευάζω υποδήματα, επαγγέλλομαι τον σκυτοτόμο.

Greek Monotonic

σκῡτεύω: μέλ. -σω, είμαι υποδηματοποιός, σε Ξεν.