γηΐτης: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γηΐτης]] ο (Α) [[γη]]<br />[[γεωργός]], [[αγρότης]]. | |mltxt=[[γηΐτης]] ο (Α) [[γη]]<br />[[γεωργός]], [[αγρότης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γηΐτης:''' συνηρ. [[γῄτης]], -ου, ὁ (γῆ), [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]] της γης, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A husbandman, S.Tr.32 (in contr. form γῄτης).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
par contr. γῄτης;
cultivateur.
Étymologie: γῆ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαΐτης Hdn.Gr.2.485, Hsch.; contr. γῄτης S.Tr.32
1 labrador, campesino, pequeño propietario S.l.c., Hdn.Gr.l.c., Hsch.
2 autóctono St.Byz.s.u. γῆ.
Greek Monolingual
γηΐτης ο (Α) γη
γεωργός, αγρότης.
Greek Monotonic
γηΐτης: συνηρ. γῄτης, -ου, ὁ (γῆ), γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Σοφ.