περίφαντος: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περιφαίνομαι]]<br /><b>1.</b> [[περιφανής]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>2.</b> [[επιφανής]], [[ονομαστός]].
|mltxt=-ον, Α [[περιφαίνομαι]]<br /><b>1.</b> [[περιφανής]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>2.</b> [[επιφανής]], [[ονομαστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίφαντος:''' -ον, <b class="num">I.</b> = περιφανὴς [[περίφαντος]] θανεῖται, θα πεθάνει [[μπροστά]] σε όλους, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> φημισμένος, [[ονομαστός]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφαντος Medium diacritics: περίφαντος Low diacritics: περίφαντος Capitals: ΠΕΡΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: períphantos Transliteration B: periphantos Transliteration C: perifantos Beta Code: peri/fantos

English (LSJ)

ον,

   A = περιφανής : metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.).    II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.

Greek (Liddell-Scott)

περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφαίνομαι
1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος
2. επιφανής, ονομαστός.

Greek Monotonic

περίφαντος: -ον, I. = περιφανὴς περίφαντος θανεῖται, θα πεθάνει μπροστά σε όλους, σε Σοφ.
II. φημισμένος, ονομαστός, στον ίδ.