πολυκρατής: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει μέγα [[κράτος]], πολύ ισχυρή [[δύναμη]] (α. «[[πολυκρατής]] Μοῖρα», Βακχ.<br />β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <i>τὸ</i>, «[[δύναμη]], [[εξουσία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>κρατής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει μέγα [[κράτος]], πολύ ισχυρή [[δύναμη]] (α. «[[πολυκρατής]] Μοῖρα», Βακχ.<br />β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], <i>τὸ</i>, «[[δύναμη]], [[εξουσία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>κρατής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), [[πολύ]] [[ισχυρός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A very mighty, Μοῖρα B.8.15; ἀραὶ φθιμένων (leg. τεθυμένων) A.Ch.406 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 665] ές, sehr mächtig, Aesch. Ch. 400.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκρᾰτής: -ές, λίαν ἰσχυρός, κραταιός, ἀραὶ φθιμένων Αἰσχύλ. Χο. 496. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très puissant, tout-puissant.
Étymologie: πολύς, κράτος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει μέγα κράτος, πολύ ισχυρή δύναμη (α. «πολυκρατής Μοῖρα», Βακχ.
β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρατής (< κράτος, τὸ, «δύναμη, εξουσία»), πρβλ. μεγαλο-κρατής].