παρορύσσω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παρορύττω Α [[ορύσσω]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] όρυγμα [[δίπλα]] ή παράλληλα σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον στην [[κατασκευή]] ορύγματος. | |mltxt=και παρορύττω Α [[ορύσσω]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] όρυγμα [[δίπλα]] ή παράλληλα σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον στην [[κατασκευή]] ορύγματος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] κατά [[μήκος]] ή παραλλήλως, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμιλλώμαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. παρορύττω,
A dig alongside or parallel, τάφρον Th.6.101. II dig one against another, D.L.6.27 :—Med., Arr.Epict.3.15.4, Epict.Ench.29.2.
German (Pape)
[Seite 527] att. -ττω, dabei graben, τάφρον, Thuc. 6, 101; bes. um die Wette graben, schaufeln, Sp., wie Epict. 3, 15, 4; καὶ λακτίζειν, D. L. 6, 27, eine Vorübung, die von denen 30 Tage lang getrieben werden mußte, die in den olympischen Spielen als Faustkämpfer auftreten wollten. Vgl. Interprett. zu Theocr. 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παρορύσσω: Ἀττικ. -ττω, ὀρύσσω πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.
French (Bailly abrégé)
creuser auprès, acc..
Étymologie: παρά, ὀρύσσω.
Greek Monolingual
και παρορύττω Α ορύσσω
1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο
2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος.
Greek Monotonic
παρορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω κατά μήκος ή παραλλήλως, σε Θουκ.
II. αμιλλώμαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλο, όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.