χρύσασπις: Difference between revisions
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
(47b) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάσπιδες</i><br />[[σώμα]] ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού<br /><b>αρχ.</b><br />οπλισμένος με [[χρυσή]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ασπίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χάλκ</i>-<i>ασπις</i>]. | |mltxt=-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάσπιδες</i><br />[[σώμα]] ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού<br /><b>αρχ.</b><br />οπλισμένος με [[χρυσή]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ασπίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χάλκ</i>-<i>ασπις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρύσασπις:''' [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χρυσή]] [[ασπίδα]], σε Πίνδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ῐδος, ὁ, ἡ,
A with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.
German (Pape)
[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).
Greek (Liddell-Scott)
χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.
English (Slater)
χρῡσασπις
1 with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)
Greek Monolingual
-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκ-ασπις].
Greek Monotonic
χρύσασπις: [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ασπίδα, σε Πίνδ., Ευρ.