καταβροχθίζω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταβροχθίζω]])<br />κατατρώω, [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]] (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «[[ἤνυστρον]] βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βροχθίζω]] «[[καταπίνω]], [[τρώγω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βρόχθος]] «[[λαιμός]]»)].
|mltxt=(AM [[καταβροχθίζω]])<br />κατατρώω, [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]] (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «[[ἤνυστρον]] βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βροχθίζω]] «[[καταπίνω]], [[τρώγω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βρόχθος]] «[[λαιμός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβροχθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καταπίνω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβροχθίζω Medium diacritics: καταβροχθίζω Low diacritics: καταβροχθίζω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: katabrochthízō Transliteration B: katabrochthizō Transliteration C: katavrochthizo Beta Code: katabroxqi/zw

English (LSJ)

   A gulp down, Hp.Coac.62, Ar.Eq.357, 826; ὀβολόν Id.Av.503, cf. Antiph.190.6; τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Hermipp. 45: metaph., λόγους κ. Ath.6.270b.

German (Pape)

[Seite 1341] niederschlucken, verschlingen; Hippocr.; Ar. Av. 505; θερμόν ποτε καταβροχθίσας ἰχθύν Ath. VIII, 344 b; übertr., λόγους μόνον καταβροχθίσας VI, 270 b.

Greek (Liddell-Scott)

καταβροχθίζω: μέλλ. -ίσω, καταπίνω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. βρόχω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, βροχθίζω.

Greek Monolingual

(AM καταβροχθίζω)
κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)].

Greek Monotonic

καταβροχθίζω: μέλ. -ίσω, καταπίνω, σε Αριστοφ.