μυλικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μύλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς [[λίθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μυλική</i><br />(ενν. [[ἔμπλαστρος]]) [[φάρμακο]] για τον πονόδοντο.
|mltxt=[[μυλικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μύλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς [[λίθος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μυλική</i><br />(ενν. [[ἔμπλαστρος]]) [[φάρμακο]] για τον πονόδοντο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλικός:''' -ή, -όν ([[μύλη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, [[λίθος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλικός Medium diacritics: μυλικός Low diacritics: μυλικός Capitals: ΜΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: mylikós Transliteration B: mylikos Transliteration C: mylikos Beta Code: muliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A μύλη 1) for a mill, λίθος Ev.Luc.17.2.    II (μύλη V) of or for the grinders, ἡ μ. (sc. ἔμπλαστρος) remedy for toothache, Gal.12.869, 877.

German (Pape)

[Seite 217] zur Mühle gehörig, λίθος, Mühlstein, N. T. – Für die Backenzähne dienlich, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλικός: -ή, -όν, (μύλη) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, λίθος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: κάνθων μ., ἐργαστήριον μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., φάρμακον πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de meule, de moulin;
2 qui concerne les molaires.
Étymologie: μύλη.

English (Strong)

from μύλος; belonging to a mill: mill(-stone).

English (Thayer)

(μύλινος) μυλινη, μύλινον;
1. made of mill-stones: Boeckh, Inscriptions 2, p. 784, no. 3371,4.
2. equivalent to μυλικός (see the preceding word): L WH.

Greek Monolingual

μυλικός, -ή, -όν (ΑΜ) μύλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς λίθος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυλική
(ενν. ἔμπλαστρος) φάρμακο για τον πονόδοντο.

Greek Monotonic

μῠλικός: -ή, -όν (μύλη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, λίθος, σε Καινή Διαθήκη