συμπερασματικός: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπερασματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπέρασμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνεται με τη [[μορφή]] συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν [[συμπέρασμα]] και οι οποίοι [[είναι]]: <i>ως</i> και <i>ώστε</i><br />β) «συμπερασματικές προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας που περιέχεται στο [[ρήμα]] της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει το [[συμπέρασμα]] συλλογισμού («[[ὅρος]] [[συμπερασματικός]]», Ασπάσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπερασματικώς</i> / <i>συμπερασματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμπερασματικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συμπερασματικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[συμπερασματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπέρασμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνεται με τη [[μορφή]] συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν [[συμπέρασμα]] και οι οποίοι [[είναι]]: <i>ως</i> και <i>ώστε</i><br />β) «συμπερασματικές προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας που περιέχεται στο [[ρήμα]] της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει το [[συμπέρασμα]] συλλογισμού («[[ὅρος]] [[συμπερασματικός]]», Ασπάσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπερασματικώς</i> / <i>συμπερασματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμπερασματικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συμπερασματικό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπερασματικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[επίτευξη]] ή την [[αποπεράτωση]], [[τελειωτικός]], [[συγκεφαλαιωτικός]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A indicating the conclusion, of the particle ἄρα, Sch.E.Hec.511; of ὥστε, Simp. in Ph.335.31; σ. ὅρος definition embodying conclusion of syllogism, Asp. in EN49.3. Adv. -κῶς Arist.Rh.1401a3.
German (Pape)
[Seite 986] ή, όν, vollendend, beendigend, bes. in der Logik, zur Schlußfolge gehörig, ihr dienend, schließend, folgernd, adv., Arist. rhet. 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
συμπερασματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπέρασμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 511. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον συμπερασματικόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπέρασμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα
νεοελλ.
1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)
2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστε
β) «συμπερασματικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίας
αρχ.
αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).
επίρρ...
συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Ν
κατά τρόπο συμπερασματικό.
Greek Monotonic
συμπερασματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην επίτευξη ή την αποπεράτωση, τελειωτικός, συγκεφαλαιωτικός· επίρρ. -κῶς, σε Αριστ.