ἀποδοκιμάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(big3_5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[rechazar]] οὐδένα Hdt.1.199.
|dgtxt=[[rechazar]] οὐδένα Hdt.1.199.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκῐμάω Medium diacritics: ἀποδοκιμάω Low diacritics: αποδοκιμάω Capitals: ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΩ
Transliteration A: apodokimáō Transliteration B: apodokimaō Transliteration C: apodokimao Beta Code: a)podokima/w

English (LSJ)

   A = ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.