ἀντιπολιτεύομαι: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀντιπολιτεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]], [[εναντιώνομαι]] στην [[πολιτική]] εκείνου που βρίσκεται στην [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) <i>οι αντιπολιτευόμενοι</i><br />η αντίθετη [[πολιτική]] [[μερίδα]], αυτοί που ανήκουν στα [[εκτός]] της κυβέρνησης κόμματα<br /><b>3.</b> [[εναντιώνομαι]], [[κάνω]] [[αντίπραξη]] σε κάποιον. | |mltxt=(Α [[ἀντιπολιτεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]], [[εναντιώνομαι]] στην [[πολιτική]] εκείνου που βρίσκεται στην [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) <i>οι αντιπολιτευόμενοι</i><br />η αντίθετη [[πολιτική]] [[μερίδα]], αυτοί που ανήκουν στα [[εκτός]] της κυβέρνησης κόμματα<br /><b>3.</b> [[εναντιώνομαι]], [[κάνω]] [[αντίπραξη]] σε κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιπολῑτεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., είμαι [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]], σε Αριστ.· <i>ἀντ. τινι</i>, [[αντιτίθεμαι]] στην [[πολιτική]] του, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be a political opponent, Arist.Pol.1274a14; οἱ-όμενοι the opposite party, Din. 1.97: in sg., political opponent, Cic.Att.7.8.5: metaph., ὁ φθόνος ταῖς πράξεσιν ἀ. Aristonym. ap. Stob.3.38.36; ἀ. τινι Plu. Them.19, Per.8.
German (Pape)
[Seite 259] nach entgegengesetzten Grundsätzen in der Staatsverwaltung verfahren, Jemandes politischer Gegner sein, Din. 1, 97 Pol. 1, 8 u. öfter; Cic. Attic. 7, 8; οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, die entgegenstehenden Parteien im Staate; τινί Plut. Nic. 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπολῑτεύομαι: ἀποθ., εἶμαι πολιτικὸς ἀντίπαλος, Ἀριστ, Πολιτικ. 2. 12, 5· οἱ ἀντιπολιτευόμενοι, ἡ ἐναντία μερίς, Δείναρχ. 102. 30· ἀντ. τινί, ἐναντιοῦμαι εἰς τὴν πολιτείαν ἢ τὴν πολιτικήν τινος, Πλουτ. Θεμ. 19, Περικλ. 8· ἀντιπολιτευόμενον..., τοῖς ἀγορεύουσιν Φιλόστρ. 2. 20, 24.
French (Bailly abrégé)
suivre une politique opposée (à celle de qqn), être dans l’opposition.
Étymologie: ἀντί, πολιτεύομαι.
Spanish (DGE)
ser oponente político, oponerse c. πρός y ac. de pers. ἐν δ' Ἄργει Νικόστρατος ἀντεπολιτεύσατο πρὸς Φάυλλον Plu.2.760a, cf. Plb.18.43.6, LXX 4Ma.4.1
•c. dat. τῷ Περικλεῖ Plu.Per.8, τοῖς παλαιοῖς βασιλεῦσι Plu.Them.19, τοῖς τυράννοις Plu.2.760b
•abs. ἐκ δὲ τῶν λοιπῶν πόλεων τοὺς μὲν ἀντιπολιτευομένους ἐπανείλετο Plb.3.18.1, cf. Arist.Pol.1274a14, Plb.1.8.4, οἱ ἀντιπολιτευόμενοι el partido opuesto Plb.12.13.8, Din.1.97, ὁ ἀντιπολιτευόμενος el rival político Cic.Att.131.5
•fig. oponerse ὁ φθόνος ... ταῖς καλαῖς ἀντιπολιτεύεται πράξεσιν Aristonym. en Stob.3.38.36.
Greek Monolingual
(Α ἀντιπολιτεύομαι)
1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία
2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι
η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης κόμματα
3. εναντιώνομαι, κάνω αντίπραξη σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιπολῑτεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., είμαι πολιτικός αντίπαλος, σε Αριστ.· ἀντ. τινι, αντιτίθεμαι στην πολιτική του, σε Πλούτ.