χιλιοτάλαντος: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] χιλίων ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>τάλαντος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] χιλίων ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>τάλαντος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χῑλιοτάλαντος:''' [ᾰ], -ον ([[τάλαντον]]), αυτός που έχει [[βάρος]] ή αξία χιλίων ταλάντων, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A weighing or worth a thousand talents, ναοί, μύδροι, Plu.Per.12, 2.924a; ὀφρῦς ἔχον χ., Com. phrase, Alex. 116.7.
German (Pape)
[Seite 1356] tausend Talente schwer od. werth; οὐσία Alexis bei Ath. VI, 237 c; Plut. Pericl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν χιλίων ταλάντων, Πλουτ. Περικλ. 12., 2.924Α· ὀφρῦς ἔχων χιλιοταλάντους, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀλέξιδος «Κυβερνήτῃ» 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse ou vaut mille talents.
Étymologie: χίλιοι, τάλαντον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + τάλαντον (πρβλ. δεκα-τάλαντος)].
Greek Monotonic
χῑλιοτάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων, σε Πλούτ.