κορωνεκάβη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορωνεκάβη]], ἡ (Α)<br />[[πάρα]] πολύ [[γριά]] σαν [[κουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> κύριο όν. <i>Ἑκάβη</i> (ηλικιωμένη [[ηρωίδα]] της μυθολογίας)].
|mltxt=[[κορωνεκάβη]], ἡ (Α)<br />[[πάρα]] πολύ [[γριά]] σαν [[κουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> κύριο όν. <i>Ἑκάβη</i> (ηλικιωμένη [[ηρωίδα]] της μυθολογίας)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορωνεκάβη:''' [ᾰ], ἡ, γερός, [[παλιός]] όσο ένα [[κοράκι]] ή η Εκάβη, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:01, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνεκάβη Medium diacritics: κορωνεκάβη Low diacritics: κορωνεκάβη Capitals: ΚΟΡΩΝΕΚΑΒΗ
Transliteration A: korōnekábē Transliteration B: korōnekabē Transliteration C: koronekavi Beta Code: korwneka/bh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A a Hecuba, as old as a crow, AP11.67 (Myrin.).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνεκάβη: ᾰ, ἡ, Ἑκάβη, γραῖα ὡς κορώνη, Ἀνθ. Π. 11. 67. Πρβλ. τετρακόρωνος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
femme aussi vieille qu’Hécube et qu’une corneille.
Étymologie: κορώνη¹, Ἑκάβη.

Greek Monolingual

κορωνεκάβη, ἡ (Α)
πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα της μυθολογίας)].

Greek Monotonic

κορωνεκάβη: [ᾰ], ἡ, γερός, παλιός όσο ένα κοράκι ή η Εκάβη, σε Ανθ.