μουσόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μουσόληπτος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] με ποιητική [[προδιάθεση]] και [[ιδιοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>ληπτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μουσόληπτος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] με ποιητική [[προδιάθεση]] και [[ιδιοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>ληπτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μουσόληπτος:''' -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό-ληπτος, φρενό-ληπτος].
Greek Monotonic
μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.