ὑμνῳδία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑμνῳδία]], ΝΜΑ [[υμνωδός]]<br />το να άδει [[κάποιος]] ύμνο, [[ψαλμωδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλογή]] εκκλησιαστικών ύμνων<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[λόγιος]] [[ελληνικός]] όρος για το [[ορατόριο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυρικό [[ποίημα]]<br /><b>2.</b> προφητική ωδή, [[χρησμωδία]].
|mltxt=η / [[ὑμνῳδία]], ΝΜΑ [[υμνωδός]]<br />το να άδει [[κάποιος]] ύμνο, [[ψαλμωδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλογή]] εκκλησιαστικών ύμνων<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[λόγιος]] [[ελληνικός]] όρος για το [[ορατόριο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυρικό [[ποίημα]]<br /><b>2.</b> προφητική ωδή, [[χρησμωδία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνῳδία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψαλμός]] ύμνου, εξύμνιση, [[ψαλμωδία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[χρησμῳδία]], προφητική ωδή, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδία Medium diacritics: ὑμνῳδία Low diacritics: υμνωδία Capitals: ΥΜΝΩΔΙΑ
Transliteration A: hymnōidía Transliteration B: hymnōdia Transliteration C: ymnodia Beta Code: u(mnw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A singing of a hymn, hymning, CIG2715a22 (Stratonicea), Porph.Abst.2.34: pl., E.Hel.1434, Ps.-Luc.Philopatr.26, Artem.1.56.    2 = χρησμῳδία, prophetic strain, E.Ion682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνῳδία: ἡ, ᾆσις ὕμνου, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. ὕμνος, λυρικὸν ποίημα, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = χρησμῳδία, προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
hymne, poème lyrique.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ υμνωδός
το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο
νεοελλ.-μσν.
εκκλησιαστικός ύμνος
αρχ.
1. λυρικό ποίημα
2. προφητική ωδή, χρησμωδία.

Greek Monotonic

ὑμνῳδία: ἡ,
I. ψαλμός ύμνου, εξύμνιση, ψαλμωδία, σε Ευρ.
II. = χρησμῳδία, προφητική ωδή, στον ίδ.