σίραιον: Difference between revisions
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />βρασμένος [[μούστος]] από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό [[πετιμέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[σιρός]] [[μάλλον]] δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. <i>σειρῶ</i> «[[στραγγίζω]], [[αποξηραίνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[Σείριος]])]. | |mltxt=τὸ, Α<br />βρασμένος [[μούστος]] από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό [[πετιμέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[σιρός]] [[μάλλον]] δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. <i>σειρῶ</i> «[[στραγγίζω]], [[αποξηραίνω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[Σείριος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σίραιον:''' [ῐ], τό, [[νέας]] εσοδείας [[κρασί]] που «βράζει» στο [[βαρέλι]], [[μούστος]], [[πετιμέζι]], Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A new wine boiled down, Ar.V.878, Antiph.142, Alex. 127.8, 188, Nic.Al.153 (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, Aret.CA1.1; σίρινος, Eust.1385.14.
German (Pape)
[Seite 884] τό, auch σίραιος οἶνος u. σίρινος οἶνος, eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον ὅταν καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst ἕψημα, sapa.
Greek (Liddell-Scott)
σίραιον: [ῐ], τό, ὁ νέος οἶνος βραζόμενος, μοῦστος βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· ὡσαύτως, οἶνος σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· ὡσαύτως ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vin cuit, vin doux.
Étymologie: DELG étym. difficile.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)].
Greek Monotonic
σίραιον: [ῐ], τό, νέας εσοδείας κρασί που «βράζει» στο βαρέλι, μούστος, πετιμέζι, Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).