ἐσχαρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσχαρίς]], ἡ (Α) [[εσχάρα]]<br /><b>1.</b> μικρό πύραυνο, [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φανού που χρησιμοποιείται για [[ψάρεμα]] τη [[νύκτα]], [[πυροφάνι]].
|mltxt=[[ἐσχαρίς]], ἡ (Α) [[εσχάρα]]<br /><b>1.</b> μικρό πύραυνο, [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] φανού που χρησιμοποιείται για [[ψάρεμα]] τη [[νύκτα]], [[πυροφάνι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχᾰρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ἐσχάρα]]), [[μαγκάλι]] με κάρβουνα, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχαρίς Medium diacritics: ἐσχαρίς Low diacritics: εσχαρίς Capitals: ΕΣΧΑΡΙΣ
Transliteration A: escharís Transliteration B: escharis Transliteration C: escharis Beta Code: e)sxari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc. ; . χρυσῆ CIG2859 (Branchidae) ; ἐ. ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.) ; used in fishing by night. Ael.NA2.8.

German (Pape)

[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.

Greek Monolingual

ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.

Greek Monotonic

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ (ἐσχάρα), μαγκάλι με κάρβουνα, σε Πλούτ.