Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηχανοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μηχανοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο [[μηχανουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές<br /><b>2.</b> ο [[μηχανικός]] του θεάτρου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δράστης]] ή [[αίτιος]] μιας κατάστασης από δική του [[επίνοια]] και [[ενέργεια]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μηχανοποιὸν [[πλῆθος]]» — [[πλήθος]] πολιορκητικών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο (Α [[μηχανοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο [[μηχανουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές<br /><b>2.</b> ο [[μηχανικός]] του θεάτρου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δράστης]] ή [[αίτιος]] μιας κατάστασης από δική του [[επίνοια]] και [[ενέργεια]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μηχανοποιὸν [[πλῆθος]]» — [[πλήθος]] πολιορκητικών μηχανών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[μηχανικός]], [[κατασκευαστής]] πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· [[μηχανικός]] θεάτρου ([[χειριστής]] θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοποιός Medium diacritics: μηχανοποιός Low diacritics: μηχανοποιός Capitals: ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mēchanopoiós Transliteration B: mēchanopoios Transliteration C: michanopoios Beta Code: mhxanopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of engines or machines, engineer, Pl.Grg.512b, X.Cyr.6.1.22, Ostr.Bodl. i 304 (ii B. C.), Sallust.8.    2 machinist of the theatre, Ar.Pax 174, Fr. 188.    3 metaph., μ. τῆς ὅλης ὑποθέσεως Jul.Or.2.59b.    II Adj. μ. πλῆθος multitude of siege-engines, Memn.37.

German (Pape)

[Seite 181] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.
Étymologie: μηχανή, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μηχανοποιός)
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός
αρχ.
1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές
2. ο μηχανικός του θεάτρου
3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια
4. φρ. «μηχανοποιὸν πλῆθος» — πλήθος πολιορκητικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ποιός].

Greek Monotonic

μηχᾰνοποιός: ὁ (ποιέω), μηχανικός, κατασκευαστής πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· μηχανικός θεάτρου (χειριστής θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.