ἡδύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡδύγλωσσος]], δωρ. τ. [[ἁδύγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που μιλάει με [[γλυκό]] τρόπο, [[γλυκομίλητος]], [[ευπροσήγορος]] («ἡδύγλωσος βοά», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡδύγλωσσος]], δωρ. τ. [[ἁδύγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που μιλάει με [[γλυκό]] τρόπο, [[γλυκομίλητος]], [[ευπροσήγορος]] («ἡδύγλωσος βοά», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύγλωσσος Medium diacritics: ἡδύγλωσσος Low diacritics: ηδύγλωσσος Capitals: ΗΔΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hēdýglōssos Transliteration B: hēdyglōssos Transliteration C: idyglossos Beta Code: h(du/glwssos

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, ον,

   A sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.

German (Pape)

[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.