εὐτερπής: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐτερπής]], -ές (Α)<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] και όχι <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[τέρπος]], που [[είναι]] μεταγενέστερο), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>επι</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=[[εὐτερπής]], -ές (Α)<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] και όχι <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[τέρπος]], που [[είναι]] μεταγενέστερο), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>επι</i>-<i>τερπής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[τερπνός]], [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Πίνδ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτερπής Medium diacritics: εὐτερπής Low diacritics: ευτερπής Capitals: ΕΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: euterpḗs Transliteration B: euterpēs Transliteration C: efterpis Beta Code: eu)terph/s

English (LSJ)

ές,

   A delightful, charming, ἄνθος, φωνή, Pi.O.6.105, AP9.364 (Nestor).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτερπής: -ές, τερπνός, εὐάρεστος, θελκτικός, Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait réjouissant, charmant.
Étymologie: εὖ, τέρπω.

English (Slater)

εὐτερπής
   1 joyous ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος pr. (O. 6.105)

Greek Monolingual

εὐτερπής, -ές (Α)
τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α-τερπής, επι-τερπής].

Greek Monotonic

εὐτερπής: -ές (τέρπω), τερπνός, θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Πίνδ., Ανθ.