πέρδομαι: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(32) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />[[αφήνω]] [[πορδή]], [[κλάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πέρδομαι]] ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ [[ρίζα]] <i>perd</i>- «[[κλάνω]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pardate</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>ferzan</i>, ρωσ. <i>perdetĭ</i>, λιθουαν. <i>perdžu</i> (<b>πρβλ.</b> ΙΕ [[ρίζα]] <i>pezd</i>- τών [[βδέω]], [[βδελυρός]]). Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται ο παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πορδ</i>-<i>α</i> και η λ. [[πορδή]], ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ο αόρ. <i>απ</i>-<i>έ</i>-<i>παρδ</i>-<i>ον</i> και οι τ. <i>πράδ</i>-<i>ησις</i>, <i>πραδ</i>-<i>ίλη</i>]. | |mltxt=ΝΑ<br />[[αφήνω]] [[πορδή]], [[κλάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πέρδομαι]] ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ [[ρίζα]] <i>perd</i>- «[[κλάνω]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pardate</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>ferzan</i>, ρωσ. <i>perdetĭ</i>, λιθουαν. <i>perdžu</i> (<b>πρβλ.</b> ΙΕ [[ρίζα]] <i>pezd</i>- τών [[βδέω]], [[βδελυρός]]). Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται ο παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πορδ</i>-<i>α</i> και η λ. [[πορδή]], ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ο αόρ. <i>απ</i>-<i>έ</i>-<i>παρδ</i>-<i>ον</i> και οι τ. <i>πράδ</i>-<i>ησις</i>, <i>πραδ</i>-<i>ίλη</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πέρδομαι:''' αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>ἔπαρδον</i>, παρακ. [[πέπορδα]], υπερσ. <i>πεπόρδειν</i>, [[κλάνω]], Λατ. pedere, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A break wind, Ar.Ach.30, etc.: aor. ἔπαρδον only in compds., v. ἀπο-, κατα-πέρδομαι : pf. πέπορδα in pres. sense, Id.Pax 335: plpf. 3sg. ἐπεπόρδει as impf., Id.V.1305. (Cf. Skt. pardate, etc. 'break wind'.)
Greek (Liddell-Scott)
πέρδομαι: ἀποθ., «κλάνω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 30, κτλ.· ἀόρ. ἔπαρδον, ἴδε ἐν λ. καταπέρδω· πρκμ. πέπορδα μὲ σημασ. ἐνεστ., Εἰρ. 335· ὑπερσ. πεπόρδειν ὡς παρατατ., Σφ. 1305· Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις πορδή, πραδίλη, πε-πραδίλη· πρβλ. Σανσκρ. pard ê (pedo), pard-as, pard-anam (πορδή)· Λατ. ped-ere, pod-ex· Ἀρχ. Γερμ. firz-u (furzen)· Βοημ. prd-u Λιθ. perd-zu· κτλ.)
French (Bailly abrégé)
seul. prés., pf. πέπορδα, pqp. ἐπεπόρδειν;
péter.
Étymologie: R. Παρδ, péter ; cf. lat. pedere, podex, all. fürzen.
Greek Monolingual
ΝΑ
αφήνω πορδή, κλάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέρδομαι ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα perd- «κλάνω» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pardate, αρχ. άνω γερμ. ferzan, ρωσ. perdetĭ, λιθουαν. perdžu (πρβλ. ΙΕ ρίζα pezd- τών βδέω, βδελυρός). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται ο παρακμ. πέ-πορδ-α και η λ. πορδή, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα ο αόρ. απ-έ-παρδ-ον και οι τ. πράδ-ησις, πραδ-ίλη].
Greek Monotonic
πέρδομαι: αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ ἔπαρδον, παρακ. πέπορδα, υπερσ. πεπόρδειν, κλάνω, Λατ. pedere, σε Αριστοφ.