κωβιός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κωβιός]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] γωβιίδες, αλλ. γωβιός<br /><b>αρχ.</b><br />δύο είδη [[φυτών]], το [[τιθύμαλλος]] [[χαρακίας]] και το [[τιθύμαλλος]] [[δενδροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές <i>cobius</i> και <i>gobius</i>, <i>cobio</i> και <i>gobio</i>].
|mltxt=ο (AM [[κωβιός]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] γωβιίδες, αλλ. γωβιός<br /><b>αρχ.</b><br />δύο είδη [[φυτών]], το [[τιθύμαλλος]] [[χαρακίας]] και το [[τιθύμαλλος]] [[δενδροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές <i>cobius</i> και <i>gobius</i>, <i>cobio</i> και <i>gobio</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωβιός:''' ὁ, ψάρι, «κοκοβιός», σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωβιός Medium diacritics: κωβιός Low diacritics: κωβιός Capitals: ΚΩΒΙΟΣ
Transliteration A: kōbiós Transliteration B: kōbios Transliteration C: kovios Beta Code: kwbio/s

English (LSJ)

ὁ, a fish of the

   A gudgeon kind, Semon.15, Epich.66, Hp. Int.21, Pl.Euthd.298d, Antiph.26.19, Men.Kol.Fr.7.    II = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164; = τ. δενδροειδής, Plin.HN26.71.

German (Pape)

[Seite 1540] ὁ (od. nach Arcad. p. 42, 3 κωβίος), ein Fisch; Hippocr.; Plat. Euthyd. 298 d; Arist. H. A. 6, 13. 8, 19; Comic. bei Ath. VII, 309 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

κωβιός: ὁ, Λατ. gobius ἢ gobio, ὡς καὶ νῦν ὁ ἰχθὺς «γωβιὸς» ἢ «σγουβιός», Ἐπίχ. 41 Ahr., Σιμων. παρ’ Ἀθην. 106Ε, Ἱππ. 543. 40, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
goujon, poisson.
Étymologie: DELG emprunt prob. à une langue médit.

Greek Monolingual

ο (AM κωβιός)
κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός
αρχ.
δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cobius και gobius, cobio και gobio].

Greek Monotonic

κωβιός: ὁ, ψάρι, «κοκοβιός», σε Πλάτ. κ.λπ.