ἐμπλήμενος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6_14)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
|lstext='''ἐμπλήμενος''': μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ [[ἐμπίπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπλήμενος:''' Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήμενος: μετοχ. συγκεκομ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήμενος: Επικ. Παθ. μτχ. αόρ. βʹ του ἐμπίπλημι.