σύνθηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθηρευτής]] (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύνθηροι κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σύνθηρος]]<br />ο [[σύντροφος]] στο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]]«[[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>θηρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθηρευτής]] (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b><br />β. «σύνθηροι κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σύνθηρος]]<br />ο [[σύντροφος]] στο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]]«[[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>θηρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύνθηρος:''' ον ([[θήρα]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για [[κυνήγι]] με [[συντροφιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί [[κάτι]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθηρος Medium diacritics: σύνθηρος Low diacritics: σύνθηρος Capitals: ΣΥΝΘΗΡΟΣ
Transliteration A: sýnthēros Transliteration B: synthēros Transliteration C: synthiros Beta Code: su/nqhros

English (LSJ)

ον,

   A hunting with, τῷ Κύρῳ X.Cyr.3.1.7; σ. κύνες hunting with (Artemis), AP9.303 (Adaeus): as Subst., σ. Ἀρτέμιδος her fellowhuntress, Apollod.3.8.2: c. gen. object., joining in quest of, τῶν ἀγαθῶν φίλων X.Mem.2.6.35.

German (Pape)

[Seite 1025] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθηρος: -ον, (θήρα) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, συγκυνηγός, Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ ὁμοῦ θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, σύντροφος ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ ὁμοῦ μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, σύνθηρος τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse avec, τινι ; subst. (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.
Étymologie: σύν, θήρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυνηγά μαζί με κάποιον άλλο, ο συνθηρευτής (α. «Τιγράνης, ὅς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ», Ξεν.
β. «σύνθηροι κύνες», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. αυτός που αναζητεί ή επιδιώκει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
3. το αρσ. ως ουσ. σύνθηρος
ο σύντροφος στο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -θηρος (< θήρ, θηρός«θηρίο»), πρβλ. ἔν-θηρος].

Greek Monotonic

σύνθηρος: ον (θήρα),
1. αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, τινι, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για κυνήγι με συντροφιά, σε Ανθ.
2. με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί κάτι μαζί με κάποιον άλλο, σε Ξεν.