θεράπαινα: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[θεράπαινα]])<br />(θηλ. του [[θεράπων]]) [[υπηρέτρια]] («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θεράπων]]. | |mltxt=η (Α [[θεράπαινα]])<br />(θηλ. του [[θεράπων]]) [[υπηρέτρια]] («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θεράπων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεράπαινα:''' ἡ, θηλ. της λέξης [[θεράπων]], [[υπηρέτρια]], πιστή [[δούλα]], [[ακόλουθος]], σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ, fem. of θεράπων,
A handmaid or female slave, Hdt.3.134, Pherecyd.Syr.2, And.1.64, X.Cyr.6.4.11, Men.141, etc.
German (Pape)
[Seite 1199] ἡ, Dienerinn, Magd, Andoc. 1, 64 Xen. Cyr. 6, 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπαινα: ἡ, θηλ. τοῦ θεράπων, ὑπηρέτρια, Ἡρόδ. 3. 134, Ἀνδοκ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11, Μένανδ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servante, femme esclave.
Étymologie: fém. de θεράπων.
Greek Monolingual
η (Α θεράπαινα)
(θηλ. του θεράπων) υπηρέτρια («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεράπων.
Greek Monotonic
θεράπαινα: ἡ, θηλ. της λέξης θεράπων, υπηρέτρια, πιστή δούλα, ακόλουθος, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.