εὐνήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐνήτωρ]], ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [[ευνώ]]<br />[[ευνητήρ]], [[σύνευνος]], [[σύζυγος]]. | |mltxt=[[εὐνήτωρ]], ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [[ευνώ]]<br />[[ευνητήρ]], [[σύνευνος]], [[σύζυγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐνήτωρ:''' Δωρ. -άτωρ, -ορος, ὁ, = [[εὐνητήρ]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. εὐν-άτωρ, ορος, ὁ,
A = εὐνητήρ, A.Supp.665 (lyr.), E.Ion912 (lyr.), HF27,97.
German (Pape)
[Seite 1083] ορος, ὁ, = εὐνάτωρ, Eur. Herc. F. 27. 97.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνήτωρ: Δωρ. εὐνάτωρ, ορος, ὁ, = εὐνητήρ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 665, Εὐρ. Ἴων 912, Ἡρ. Μαιν. 27, 97.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
époux.
Étymologie: εὐνάω.
Greek Monolingual
εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) ευνώ
ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος.
Greek Monotonic
εὐνήτωρ: Δωρ. -άτωρ, -ορος, ὁ, = εὐνητήρ, σε Αισχύλ., Ευρ.