συμπαρέχω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού. | |mltxt=Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[επίσης]] («[[ὥστε]] καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] συγχρόνως ή από κοινού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπαρέχω:''' μέλ. -[[παρέξω]], [[βοηθώ]] στο να προκληθεί [[κάτι]], [[προξενώ]] από κοινού, <i>φόβοντινί</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] από κοινού, <i>ἀσφάλειάν τινι</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.
German (Pape)
[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.
French (Bailly abrégé)
procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.
Greek Monolingual
Α παρέχω
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.
Greek Monolingual
Α παρέχω
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.
Greek Monotonic
συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.