μονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαδίζει [[μόνος]], [[χωρίς]] ακόλουθο («ξὺν λοχίταις [[είτε]] καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στῖβος</i>, <i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>στιβής</i>].
|mltxt=[[μονοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαδίζει [[μόνος]], [[χωρίς]] ακόλουθο («ξὺν λοχίταις [[είτε]] καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στῖβος</i>, <i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>στιβής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοστιβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που βαδίζει [[μόνος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστῐβής Medium diacritics: μονοστιβής Low diacritics: μονοστιβής Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: monostibḗs Transliteration B: monostibēs Transliteration C: monostivis Beta Code: monostibh/s

English (LSJ)

ές, (στείβω)

   A walking alone, unattended, A.Ch. 768.

German (Pape)

[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.

Greek (Liddell-Scott)

μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.

Greek Monolingual

μονοστιβής, -ές (Α)
αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο-στιβής].

Greek Monotonic

μονοστιβής: -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.