ἀνταπαμείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνταπαμείβομαι]] (Α)<br />[[ανταποκρίνομαι]], [[υπακούω]] κι εγώ. | |mltxt=[[ἀνταπαμείβομαι]] (Α)<br />[[ανταποκρίνομαι]], [[υπακούω]] κι εγώ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνταπᾰμείβομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, Μέσ., [[υπακούω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινί</i>, σε Τυρτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A obey in turn, ῥήτραις Tyrt.4.6.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπᾰμείβομαι: μέσ., ὑπακούω ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. ἔπειτα δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.
French (Bailly abrégé)
rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαμείβομαι.
Spanish (DGE)
(ἀνταπᾰμείβομαι)
responder a su vez c. instrum. εὐθείαις ῥήτραις con decretos justos Tyrt.3.8, c. ac. Ἐρατὼ δ' ἀνταπάμειπτο τάδε respondió a Erato lo que sigue Call. en PAnt.113.1(a).10.
Greek Monolingual
ἀνταπαμείβομαι (Α)
ανταποκρίνομαι, υπακούω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀνταπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, Μέσ., υπακούω με τη σειρά μου, τινί, σε Τυρτ.