ἀπόγνοια: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόγνοια]], η (Α)<br />[[απόγνωση]]. | |mltxt=[[ἀπόγνοια]], η (Α)<br />[[απόγνωση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόγνοιᾰ:''' ἡ, [[απόγνωση]], [[απελπισία]] για [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἀπογιγνώσκω)
A despair, τοῦ κρατεῖν Th.3.85.
German (Pape)
[Seite 298] ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόγνοια: ἡ, (ἀπογιγνώσκω) ἀπόγνωσις, ἀπελπισμός, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Θουκ. 3. 85.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désespoir.
Étymologie: ἀπογιγνώσκω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
desconfianza, desesperación ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Th.3.85.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπόγνοιᾰ: ἡ, απόγνωση, απελπισία για κάτι, με γεν., σε Θουκ.