ἀπομυθέομαι: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> déconseiller : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>2</b> se justifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μυθέω]].
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> déconseiller : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>2</b> se justifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μυθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[απαγορεύω]], [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομῡθέομαι Medium diacritics: ἀπομυθέομαι Low diacritics: απομυθέομαι Capitals: ΑΠΟΜΥΘΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apomythéomai Transliteration B: apomytheomai Transliteration C: apomytheomai Beta Code: a)pomuqe/omai

English (LSJ)

   A dissuade, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην Il. 9.109.    II = ἀπολογέομαι, Stratt.72.

German (Pape)

[Seite 315] ausreden, abrathen, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυθήσω, durch ἀπελογήσω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομῡθέομαι: ἀποθ. ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = ἀπολογέομαι Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14).

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 déconseiller : τινί τι qch à qqn;
2 se justifier.
Étymologie: ἀπό, μυθέω.

Greek Monotonic

ἀπομῡθέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., απαγορεύω, αποτρέπω, εμποδίζω, σε Ομήρ. Ιλ.