ἀποδεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(big3_5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que recibir]] τὰ εἰσφερόμενα X.<i>Oec</i>.7.36.<br /><b class="num">2</b> [[hay que aceptar]] λόγον Pl.<i>Lg</i>.668a, τὸ βέλτιον Plot.3.3.7<br /><b class="num">•</b>c. gen. de pers. [[ἄλλου]] λέγοντος Pl.<i>Tht</i>.160c, cf. Pl.<i>R</i>.379c<br /><b class="num">•</b>c. gen. de cosa μὴ [[ἄλλως]] πως [[ἀποδεκτέον]] λεγομένης λόγων τέχνης; Pl.<i>Phdr</i>.272b.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que recibir]] τὰ εἰσφερόμενα X.<i>Oec</i>.7.36.<br /><b class="num">2</b> [[hay que aceptar]] λόγον Pl.<i>Lg</i>.668a, τὸ βέλτιον Plot.3.3.7<br /><b class="num">•</b>c. gen. de pers. [[ἄλλου]] λέγοντος Pl.<i>Tht</i>.160c, cf. Pl.<i>R</i>.379c<br /><b class="num">•</b>c. gen. de cosa μὴ [[ἄλλως]] πως [[ἀποδεκτέον]] λεγομένης λόγων τέχνης; Pl.<i>Phdr</i>.272b.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλαμβάνει από άλλους, <i>τι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, <i>τι</i>, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ., [[ἀποδεκτέον]] τινὸς λέγοντος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεκτέον Medium diacritics: ἀποδεκτέον Low diacritics: αποδεκτέον Capitals: ΑΠΟΔΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: apodektéon Transliteration B: apodekteon Transliteration C: apodekteon Beta Code: a)podekte/on

English (LSJ)

(ἀποδέχομαι)

   A one must receive from others, τὰ εἰσφερόμενα X.Oec.7.36.    2 one must accept, allow, admit, c. acc. rei, λόγον Pl.Lg.668a: c. gen. et part., ἀ. τινὸς λέγοντος Id.Tht.160c, R.379c; μὴ ἄλλως ἀ. λεγομένης τέχνης; Id.Phdr.272b.    3 Adj. -τέος, α, ον, Vett. Val.329.16, Zos.Alch.p.229B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεκτέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ ἀποδέχομαι, δεῖ ἀποδέχεσθαι, πρέπει τις νὰ παραλαμβάνῃ, τὰ εἰσφερόμενα Ξεν. Οἰκ. 7. 36. 2) πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ, μετ’ αἰτ. πράγμ., λόγον Πλάτ. Νόμ. 668Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ. καὶ μετοχ., ἀπ. τινὸς λέγοντος ὁ αὐτ. Θεαίτ. 160C, Πολ, 379C· ἐντεῦθεν (σπανίως) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ παθ. μετοχ., ἀπ. λεγομένης τέχνης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Β· ἴδε ἀποδέχομαι Ι. 4.

Spanish (DGE)

1 hay que recibir τὰ εἰσφερόμενα X.Oec.7.36.
2 hay que aceptar λόγον Pl.Lg.668a, τὸ βέλτιον Plot.3.3.7
c. gen. de pers. ἄλλου λέγοντος Pl.Tht.160c, cf. Pl.R.379c
c. gen. de cosa μὴ ἄλλως πως ἀποδεκτέον λεγομένης λόγων τέχνης; Pl.Phdr.272b.

Greek Monotonic

ἀποδεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδέχομαι·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να παραλαμβάνει από άλλους, τι, σε Ξεν.
2. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, τι, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ., ἀποδεκτέον τινὸς λέγοντος, στον ίδ.