κισσήρης: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισσήρης]], -ῆρες (Α)<br />[[κισσηρεφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογχ</i>-[[ήρης]], <i>ποδ</i>-[[ήρης]]. | |mltxt=[[κισσήρης]], -ῆρες (Α)<br />[[κισσηρεφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογχ</i>-[[ήρης]], <i>ποδ</i>-[[ήρης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κισσήρης:''' -ες ([[κισσός]], *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω) = foreg.,
A ὄχθαι S.Ant.1132(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.
Greek (Liddell-Scott)
κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.
Greek Monolingual
κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ-ήρης, ποδ-ήρης.
Greek Monotonic
κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.