φλεγυρός: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[φλογερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θερμός]], [[ενθουσιώδης]]<br />β) <b>πιθ.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑβριστικός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]] (για τη [[μορφή]] <i>φλεγυ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>)]. | |mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[φλογερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θερμός]], [[ενθουσιώδης]]<br />β) <b>πιθ.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑβριστικός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]] (για τη [[μορφή]] <i>φλεγυ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φλεγῠρός:''' -ά, -όν ([[φλέγω]]), φλεγόμενος· μεταφ., [[φλογερός]], [[διακαής]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A burning, inflamed, Hp. ap. Gal.19.152. II metaph., hot, ardent, Μοῦσα Ar.Ach.665 (lyr.). 2 = ὑβριστικός, Hsch.; ψῆφος Cratin.57 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1291] 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγῠρός: -ά, -όν, ὡς τὸ φλογερός, «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ οἷον φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., θερμός, φλογερός, Μοῦσα Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ ψῆφος βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν θέμα ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 enflammé;
2 qui brûle, qui enflamme.
Étymologie: φλέγω.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. φλογερός
2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης
β) πιθ. περίφημος, ονομαστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ- του θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα -ρός (πρβλ. ψυχ-ρός)].
Greek Monotonic
φλεγῠρός: -ά, -όν (φλέγω), φλεγόμενος· μεταφ., φλογερός, διακαής, σε Αριστοφ.