Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπράσσω]] και αττ. τ. καταπράττω (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εκτελώ]], [[κατορθώνω]], [[καταφέρνω]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[επιτυγχάνω]], [[κερδίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπράσσομαι</i> και <i>καταπράττομαι</i><br />[[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου.
|mltxt=[[καταπράσσω]] και αττ. τ. καταπράττω (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εκτελώ]], [[κατορθώνω]], [[καταφέρνω]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[επιτυγχάνω]], [[κερδίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπράσσομαι</i> και <i>καταπράττομαι</i><br />[[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[εκτελώ]], [[κατορθώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτυγχάνω]], [[κερδίζω]], στον ίδ. — Μέσ., [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., <i>τὰ καταπεπραγμένα</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπράσσω Medium diacritics: καταπράσσω Low diacritics: καταπράσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: kataprássō Transliteration B: kataprassō Transliteration C: kataprasso Beta Code: katapra/ssw

English (LSJ)

Att. καταπράττω,

   A accomplish, execute, τινί τι X.An.7.7.46; τιτῶν ἐπειγόντων Plu.Per.5; κ. ὥστε τι γίγνεσθαι X.HG7.4.11.    b construct, build, ἡρῷον IG12(7).478.2 (Amorgos).    2 achieve, gain, ἀρχήν X.Cyr.7.5.76:—Med., achieve for oneself, dub. in Id.An.7.7.27, cf. Zos.1.44; ὅπως καταπράξεται τὸν γάμον Men.242; ἰδίαν ἀσφάλειαν D.H.6.68:—Pass., τὰ καταπεπραγμένα X.Cyr.7.5.35; τὴν ἡγεμονίαν -πραχθῆναι Id.Vect.5.5.

German (Pape)

[Seite 1372] att. -πράττω, ausführen, vollbringen, durchsetzen; κατέπραξας ἃ ἐβούλου Xen. An. 7, 7, 46, öfter; mit ὥςτε, οὐκ ἠδύναντο καταπρᾶξαι ὥςτε τοὺς φυγάδας μένειν Hell. 7, 4, 11; pass., τὰ καταπεπραγμένα Cyr. 7, 5, 35; verrichten, Plut. Pericl. 5. – Auch med., sich verschaffen, erwerben, πῶς μέγα ἡγοῦ τότε καταπράξασθαι ἃ νῦν καταστρεψάμενος ἔχεις Xen. An. 7, 7, 27, ἰδίαν καταπραττόμενος ἀσφάλειαν D. Hal. 6, 68.

French (Bailly abrégé)

mener à terme, d’où
1 exécuter, accomplir, acc.;
2 parvenir à, obtenir;
Moy. καταπράσσομαι;
1 accomplir pour soi;
2 obtenir pour soi, acc..
Étymologie: κατά, πράσσω.

Greek Monolingual

καταπράσσω και αττ. τ. καταπράττω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) εκτελώ, κατορθώνω, καταφέρνω
2. επιγρ. κατασκευάζω, οικοδομώ
3. επιτυγχάνω, κερδίζω
4. μέσ. καταπράσσομαι και καταπράττομαι
επιτυγχάνω, κατορθώνω για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

καταπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
1. εκτελώ, κατορθώνω, σε Ξεν.
2. επιτυγχάνω, κερδίζω, στον ίδ. — Μέσ., κατορθώνω για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., τὰ καταπεπραγμένα, στον ίδ.