σύμπνοος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />animé d’un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]]. | |btext=οος, οον;<br />animé d’un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύμπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν ([[συμπνέω]]), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, [[ομόγνωμος]], [[ομόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. σύμπνους, ουν, (πνοή
A concordant, Plu.2.574e; agreeing with, in accord with, τινι AP6.227 (Crin.), 11.372 (Agath.); accordant, Plu.2.618d, Aret.SA1.10, etc.; animated by one spirit, σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα Gal.Nat.Fac.1.12; animated by a common πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264.
German (Pape)
[Seite 988] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ σύμπνοος κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ ὄντα Plut. de fat. 11.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, σύμφωνος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· σύμφωνος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
animé d’un même souffle.
Étymologie: συμπνέω.
Greek Monotonic
σύμπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν (συμπνέω), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, ομόγνωμος, ομόψυχος, τινι, σε Ανθ.