κάπετος: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάπετος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[τάφρος]], [[χαντάκι]] («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τάφος]] («ἐς κοίλην [[κάπετον]] θέσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αυλακοειδής]] οπή για [[εισδοχή]] μοχλού<br /><b>4.</b> σπαπάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[σκάπετος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]), με [[αποβολή]] του αρκτικού <i>σ</i>-]. | |mltxt=[[κάπετος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[τάφρος]], [[χαντάκι]] («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τάφος]] («ἐς κοίλην [[κάπετον]] θέσαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αυλακοειδής]] οπή για [[εισδοχή]] μοχλού<br /><b>4.</b> σπαπάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[σκάπετος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]), με [[αποβολή]] του αρκτικού <i>σ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάπετος:''' ἡ (αντί [[σκάπετος]], από το [[σκάπτω]]), [[χαντάκι]], [[τάφρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρύπα]], [[τάφος]], στο ίδ., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω)
A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν [ὀστέα] 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74. II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.
English (Autenrieth)
ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)
Greek Monolingual
κάπετος, ἡ (Α)
1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.)
2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.)
3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού
4. σπαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή του αρκτικού σ-].
Greek Monotonic
κάπετος: ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.