ἐφιππάζομαι: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐφιππάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εφορμώ]] [[έφιππος]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> [[ιππεύω]]<br /><b>3.</b> [[τρέχω]] [[έφιππος]]<br /><b>4.</b> (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («[[ἄνωθεν]] ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱππάζομαι]]. | |mltxt=[[ἐφιππάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εφορμώ]] [[έφιππος]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> [[ιππεύω]]<br /><b>3.</b> [[τρέχω]] [[έφιππος]]<br /><b>4.</b> (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («[[ἄνωθεν]] ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱππάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐφιππάζομαι:''' αποθ., [[εφορμώ]] [[έφιππος]] [[καταπάνω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A ride a tilt at, λόγοις Cratin.358. 2 ride upon, ἐπὶ δελφῖνος Luc.DMar.6.2; sens. obsc., Artem.1.79. 3 abs., ride, Palaeph.52, Jul.Or.2.60a.
German (Pape)
[Seite 1119] darauf reiten, ἐπί τινος, Luc. D. Mar. 6, 2; im obscönen Sinne, Artemid. 1, 79. – Cratin. bei B. A. 39, 10 sagt ἐφιππάσασθαι λόγοις, was καταδραμεῖν erklärt wird, losziehen mit Worten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιππάζομαι: ἐφορμῶ ἔφιππος κατά τινος, μεταφ., ἐφιππάσασθαι λόγοις, καταδραμεῖν, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 131· πρβλ. καθιππάζομαι. 2) ἱππεύω, ἐποχοῦμαι, δελφῖνά μοί τινα τῶν ὠκέων παράστησον· ἐφιππάσομαι γὰρ αὐτοῦ Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 2· ἐπὶ σημασίας αἰσχρᾶς, ἄνωθεν ἐπικειμένην ἢ ἐφιππαζομένην Ἀρτεμίδ. 1. 79.
French (Bailly abrégé)
aller à cheval, chevaucher.
Étymologie: ἐπί, ἱππάζομαι.
Greek Monolingual
ἐφιππάζομαι (Α)
1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι
2. ιππεύω
3. τρέχω έφιππος
4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι.