ἀργέτι: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(6_5) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργέτι''': ἀργέτα, ἴδε ἐν λ. [[ἀργής]]: - ἡ ὀνομ. ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Νόνν. Δ. 16. 124˙ κτλ. [[ἀργέτι]] Ἀνθ. Π. 5. 254: - [[ὡσαύτως]] ὀνομ. ἀργέτᾰ Μήνη Μάξιμ. π. καταρχ. 305. | |lstext='''ἀργέτι''': ἀργέτα, ἴδε ἐν λ. [[ἀργής]]: - ἡ ὀνομ. ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Νόνν. Δ. 16. 124˙ κτλ. [[ἀργέτι]] Ἀνθ. Π. 5. 254: - [[ὡσαύτως]] ὀνομ. ἀργέτᾰ Μήνη Μάξιμ. π. καταρχ. 305. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργέτι:''' ἀργέτα, Επικ. αντί <i>ἀργῆτι</i>, <i>ἀργῆτα</i>, δοτ. και αιτ. του [[ἀργής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἀργέτα,
A v. ἀργής:—nom. ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Ἠώς Nonn.D.16.124; voc. ἀργέτι AP5.253 (Paul. Sil.):—also nom. ἀργέτᾰ Μήνη Max.587; ἀργέται ἵπποι Orac. ap. Phleg.Mir.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργέτι: ἀργέτα, ἴδε ἐν λ. ἀργής: - ἡ ὀνομ. ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Νόνν. Δ. 16. 124˙ κτλ. ἀργέτι Ἀνθ. Π. 5. 254: - ὡσαύτως ὀνομ. ἀργέτᾰ Μήνη Μάξιμ. π. καταρχ. 305.
Greek Monotonic
ἀργέτι: ἀργέτα, Επικ. αντί ἀργῆτι, ἀργῆτα, δοτ. και αιτ. του ἀργής.