ἄσκημα: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσκημα]], το (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> το [[γύμνασμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] στρατού.———————— <b>(II)</b><br />και άσχημα <b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> [[άσχημος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσκημα]], το (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> το [[γύμνασμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] στρατού.———————— <b>(II)</b><br />και άσχημα <b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> [[άσχημος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσκημα:''' -ατος, τό ([[ἀσκέω]]), [[άσκηση]], [[εξάσκηση]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκημα Medium diacritics: ἄσκημα Low diacritics: άσκημα Capitals: ΑΣΚΗΜΑ
Transliteration A: áskēma Transliteration B: askēma Transliteration C: askima Beta Code: a)/skhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A exercise, practice, Hp.Off.7, X.Cyr.7.5.79; τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀ. Id.Oec.11.19, cf. PLond.3.1164i21 (iii A.D.); in warfare, branch of the service, arm (e.g. elephants or chariots), Arr. Tact.19.6.

German (Pape)

[Seite 371] τό, 1) Zubereitung, Ausrüstung. – 2) Uebung, Xen. Cyr. 7, 5, 79.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d’étude.
Étymologie: ἀσκέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. ejercitación, ejercicios prácticos, entrenamiento en el uso de vendajes, Hp.Off.7, en prácticas guerreras τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀσκήματα X.Oec.11.19, cf. Cyr.7.5.79, en la educación παῖδας διὰ τῶν ἀσκημάτων ἀσχόλους Aristox.Fr.39, en retórica ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, en atletismo τὴν ἀθλητικὴν ἰσχὺν οὐ τῶν ἀνθρωπίνων οὖσαν ἀσκημάτων Gal.Adhort.13, cf. Poll.3.154, PLond.1164i.21 (III d.C.)
tact. usos tácticos ξύμπαντα ταῦτα τὰ ἀσκήματα ἐκλέλειπται Arr.Tact.19.6
tb. en sg. objeto del ejercicio práctico κρεῖττον εἶναι καὶ τελειότερον ἄσκημα τῆς ἐκλογῆς τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.3.5.

Greek Monolingual

(I)
ἄσκημα, το (Α) ασκώ
1. το γύμνασμα
2. μονάδα στρατού.———————— (II)
και άσχημα επίρρ.
βλ. άσχημος.

Greek Monotonic

ἄσκημα: -ατος, τό (ἀσκέω), άσκηση, εξάσκηση, σε Ξεν.