ἄντανδρος: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄντανδρος]], -ον (Α)<br />ο [[αντικαταστάτης]]. | |mltxt=[[ἄντανδρος]], -ον (Α)<br />ο [[αντικαταστάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄντανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αντί ανδρός, ως υποκατάστατο [[αυτού]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A instead of a man, as a substitute, ἀντί τινος Luc. DMort.16.2, etc.
German (Pape)
[Seite 244] (ἀνήρ), an Mannes statt; der sich für Jemand stellt, Luc. Dial. Mort. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀνὴρ ἀντικαθιστῶν ἄλλον ἄνδρα: εἰ δὲ βούλεσθε, καὶ ἄντανδρον ὑμῖν ἀντὶ ἐμαυτοῦ παραδώσω τὸν ἀγαπητόν Λουκ. Κατάπλ. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
remplaçant, otage litt. homme pour homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ον
que remplaza a un hombre, que lo sustituye de la sombra de Heracles que lo remplaza ante Plutón ἄντανδρόν σε τῷ Πλούτωνι παρέδωκεν ἀνθ' ἑαυτοῦ Luc.DMort.16.2, ἄντανδρον ὑμῖν ἀντ' ἐμαυτοῦ παραδώσω τὸν ἀγαπητόν Luc.Cat.10.
Greek Monolingual
ἄντανδρος, -ον (Α)
ο αντικαταστάτης.
Greek Monotonic
ἄντανδρος: -ον (ἀνήρ), αντί ανδρός, ως υποκατάστατο αυτού, σε Λουκ.