ἀποκώλυσις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποκώλυσις]], η (Α)<br />το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει [[κανείς]] [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀποκώλυσις]], η (Α)<br />το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει [[κανείς]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποκώλῡσις:''' -εως, ἡ, [[παρεμπόδιση]], [[κωλυσιεργία]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.
German (Pape)
[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
impedimento ἀναβάσεων X.Eq.3.11, cf. I.AI 14.285.
Greek Monolingual
ἀποκώλυσις, η (Α)
το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι.
Greek Monotonic
ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.