ἄτυμβος: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄτυμβος]] και [[ἀτύμβευτος]], -ον (Α) [[τύμβος]]<br />ο [[άταφος]]. | |mltxt=[[ἄτυμβος]] και [[ἀτύμβευτος]], -ον (Α) [[τύμβος]]<br />ο [[άταφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄτυμβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει τύμβο, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without burial, without a tomb, Luc.Cont.22. Adv. -βως prob. in Anatolian Studies p.118.
German (Pape)
[Seite 390] ohne Begräbniß, Luc. Cont. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans tombeau.
Étymologie: ἀ, τύμβος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene tumba, insepulto, ἀνήρ Luc.Cont.22.
2 adv. -ως sin tumba, ASR 118.
Greek Monolingual
ἄτυμβος και ἀτύμβευτος, -ον (Α) τύμβος
ο άταφος.
Greek Monotonic
ἄτυμβος: -ον, αυτός που δεν έχει τύμβο, σε Λουκ.