βριθύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βριθύς]], -εῑα, -ύ (Α) [[βρίθω]]<br />[[βαρύς]].
|mltxt=[[βριθύς]], -εῑα, -ύ (Α) [[βρίθω]]<br />[[βαρύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρῑθύς:''' -εῖα, -ύ, [[βαρύς]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>βριθύτερος</i>, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθύς Medium diacritics: βριθύς Low diacritics: βριθύς Capitals: ΒΡΙΘΥΣ
Transliteration A: brithýs Transliteration B: brithys Transliteration C: vrithys Beta Code: briqu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ,

   A heavy, ἔγχος Il.5.746, etc.; once in Trag., βριθύτερος A.Ag.200 (lyr.), cf. Id.Eleg.5, Q.S.3.540 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 464] εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριθύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριθύτερος Aesch. Ag. 200.

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθύς: -εῖα, ύ, (βρῖ) βαρύς, σταθερός, ἔγχος Ἰλ. Ε. 746, κτλ. ἅπαξ μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
lourd, pesant;
Cp. βριθύτερος.
Étymologie: cf. βρίθω.

Spanish (DGE)

(βρῑθύς) -εῖα, -ύ
1 pesado, ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.
2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.

Greek Monolingual

βριθύς, -εῑα, -ύ (Α) βρίθω
βαρύς.

Greek Monotonic

βρῑθύς: -εῖα, -ύ, βαρύς, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. βριθύτερος, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).